- κομπλιμεντάρισμα
- το действие по гл. κομπλιμεντάρω; любезничанье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
κομπλιμεντάρισμα — το, ατος (λ. ιταλ.), φιλοφρόνηση, κολακεία, καλόπιασμα: Του αρέσουν τα κομπλιμενταρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)